- καλοριφέρ
- τοσωληνωτή εγκατάσταση κεντρικής θερμάνσεως κτηρίων.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. calorifere < calori- (< λατ. calor «θερμότητα») + -fere (< λατ. fero «φέρω»)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καλοριφέρ — το (λ. γαλλ.), άκλ., κεντρική θέρμανση: Το σπίτι αυτό δεν έχει καλοριφέρ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Grec Moderne — Pour les articles homonymes, voir Grec. Grec moderne Νεοελληνική Parlée en Grèce, Chypre méridionale, Albanie, Italie, Turquie et divers autres pays Région … Wikipédia en Français
Grec moderne — Pour les articles homonymes, voir Grec. Grec moderne Νεοελληνική Parlée en Grèce, Chypre, Albanie, Italie, Turquie et divers autres pays Région … Wikipédia en Français
Romaïque — Grec moderne Pour les articles homonymes, voir Grec. Grec moderne Νεοελληνική Parlée en Grèce, Chypre méridionale, Albanie, Italie, Turquie et divers autres pays Région … Wikipédia en Français
λέβητας ή καζάνι — Συσκευή για θέρμανση υγρών ή παραγωγή ατμών· συνήθως, θερμαινόμενο υλικό είναι το νερό (υδρολέβητες) ή παράγονται υδρατμοί (ατμολέβητες). Η απαιτούμενη θερμότητα προέρχεται κυρίως από καύση (άνθρακα, πετρελαίου, αερίων) ή από μετατροπή ηλεκτρικής … Dictionary of Greek
αθέρμαντος — η, ο αυτός που δε θερμάνθηκε, αζέστατος: Χάλασε το καλοριφέρ κι έμεινε το σπίτι αθέρμαντο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ελάττωμα — το, ατος 1. ό,τι είναι κατώτερο από αυτό που πρέπει, μειονέκτημα σωματικό ή πνευματικό, κουσούρι. 2. (για άψυχα), έλλειψη, που έχει ως επακόλουθο πλημμελή λειτουργία του πράγματος: Το σπίτι έχει το ελάττωμα να μην έχει καλοριφέρ. 3. εκδήλωση ή… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καπνοσυλλέκτης — ο 1. συσκευή για την απορρόφηση του καπνού στις μηχανές. 2. καπνοδόχος ειδικής κατασκευής απαραίτητος στις εγκαταστάσεις καλοριφέρ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μεσοχείμωνα — επίρρ. χρον., στη μέση του χειμώνα: Χάλασε το καλοριφέρ μεσοχείμωνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)